- στιχομανία
- η ирон. рифмоплётство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στιχομανία — η, Ν το να γράφει κανείς διαρκώς στίχους σαν να διακατέχεται από μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ι. Γ. Χρυσοβέργη] … Dictionary of Greek
στιχομανία — η η μανία που έχουν μερικοί να γράφουν στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)